ἶνις

ἶνις
ἶνις, ,
A son, A.Eu.323, Supp.42, prob. in Id.Ag.717, cf. E.Tr.571, HF354, Lyc.570, Isyll.53 (dub.), Call.Aet.3.1.63, IG12(8). p.vii ([place name] Egypt):—fem. ἶνις, , daughter, E.IA119.—Trag. only in lyr.; Prose only in Cypr. dialect, Inscr.Cypr.101, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ίνις — ἶνις, ὁ, ἡ (Α) 1. γιος ή θυγατέρα 2. σκύμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἶνις προέρχεται πιθ. από *ἔν γν ις, με τροπή τού ε σε ι στην Αρκαδοκυπριακή, αφομοίωση τού γ και έκταση σε μακρό ῑ (πρβλ. τον ίδιο σχηματισμό τού γίνομαι < γίγνομαι). Το γν τού *ἔν γν …   Dictionary of Greek

  • ἶνις — son masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἶνιν — ἶνις son masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • νηνί — και νινί (Μ νην[ν]ίον και νιν[ν]ίον) 1. νεογέννητο ανθρώπου, μωρό, βρέφος 2. ομοίωμα νεογέννητου, κούκλα νεοελλ. 1. είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού οφθαλμού 2. (κατ επέκτ.) η κόρη τού οφθαλμού 3. (ιδιωμ.) μεταξοσκώληκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ĝen-1, ĝenǝ-, ĝnē-, ĝnō- —     ĝen 1, ĝenǝ , ĝnē , ĝnō     English meaning: to bear     Deutsche Übersetzung: “erzeugen”     Material: thematic present O.Ind. jánati “erzeugt, gebiert”, aLat. genō, Gk. γενέσθαι (ἐγένοντο = O.Ind. ajananta), compare O.Ir. genathar Konj …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”